Login
Λίστα αντικειμένων
Το όνομά της προέρχεται από την ισπανική λέξη «vainilla», που σημαίνει «μικρό φασόλι». Κατάγεται από τους σπόρους του φυτού βανίλια, μιας ποικιλίας της οικογένειας των ορχιδέων. Παρότι υπάρχουν πάνω από εκατό είδη βανίλιας, αυτή που χρησιμοποιείται ευρύτερα στο εμπόριο είναι η vanilla planifolia, που περιέχει μεγαλύτερες ποσότητες αιθέριου ελαίου. Η συγκεκριμένη αναρριχώμενη ορχιδέα είναι, όπως και οι άλλες του είδους της, πολυετές φυτό, στο οποίο ο καρπός αναπτύσσεται περίπου 5 χρόνια μετά την ανθοφορία. Τα «φασόλια» της βανίλιας, λίγο πριν την ωρίμανσή τους (τότε αποκτούν και το μαύρο τους χρώμα), απελευθερώνουν τη βανιλλίνη, η οποία είναι και η κύρια ένωση της βανίλιας. Προτού οι καρποί ωριμάσουν, συλλέγονται με το χέρι και στη συνέχεια, αφού βραχούν, υφίστανται ζύμωση για λίγες μέρες και μετά αποξήρανση στον ήλιο για αρκετές εβδομάδες, οπότε και αποκτούν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τους: το άρωμα, το σοκολατί χρώμα και την ελαιώδη υφή τους. Oι μικροί μαύροι σπόροι στο εσωτερικό της κάψας περιέχουν, ανάλογα με την ποικιλία του φυτού, από καθόλου έως ελάχιστο ποσοστό αιθέριου έλαιου φυσικής βανίλιας, αλλά, αν τους συναντήσετε στο γλυκό σας, αποτελούν ικανοποιητική ένδειξη ότι η αρωματική ουσία που έχει χρησιμοποιηθεί είναι φυσική. Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι ο καρπός της βανίλιας, όσο είναι φρέσκος, δεν έχει άρωμα. Λόγω της ευρύτατης χρήσης της βανίλιας, στην οποία η παγκόσμια παραγωγή δεν μπορεί να ανταποκριθεί, η βανιλλίνη -που χρησιμοποιείται κυρίως- παράγεται χημικά, με αποτέλεσμα να είναι σημαντικά φτηνότερη από την καθαρή φυσική βανίλια. Η γεύση της μπορεί να διαφέρει από εκείνη του φυσικού προϊόντος, καθώς περιέχει σειρά άλλων ενώσεων, αλλά παραμένει το ιδανικό υποκατάστατο.